Η Θεωρία των Ιδεών

«Πρέπει λοιπόν να παραδεχθής, λέγει ο Πλάτων,ότι η ιδέα του αγαθού (ο ήλιος) χαρίζει εις τα αντικείμενα τα προσιτά εις την γνώσιν, όχι μόνον το ότι γίνονται γνωριστά, αλλά δίδει εις αυτά και το είναι, το οποίον έχουν, και την ουσίαν των, ενώ το αγαθόν δεν είναι ουσία, αλλά κρατεί υπέροχον θέσιν κείμενον περαιτέρω της ουσίας και κατά την πρωταρχικότητα και την δύναμιν. Ο,τι είναι δια τον ορατόν κόσμον ο ήλιος, είναι δια τον νοητόν κόσμον το αγαθόν».

Όπως ο ήλιος είναι η αιτία ένεκα της οποίας υπάρχει και γίνεται ορατός ο κόσμος της γενέσεως, κατ’ ανάλογον τρόπον και το αγαθόν είναι η αιτία ένεκα της οποίας υπάρχει και γίνεται νοητός ο κόσμος των ιδεών, όστις κατέχει την σταθεράν και αληθινήν πραγματικότητα. Η ιδέα του αγαθού είναι η υψίστη αρχή, ήτις καθιστά δυνατήν τόσον την από αντικειμενικής όσον και από υποκειμενικής απόψεως θεώρησιν της πραγματικότητος, παρέχουσα την δυνατότητα εις τα όντα να υπάρχουν και να γίνωνται αντικείμενα γνώσεως. Είναι η αρχή του «είναι και του γίγνεσθαι», αρχή οντολογική συγχρόνως και γνωσιολογική. Επειδή χαρακτηρίζεται ως αρχή και πηγή της ουσίας και της αληθείας, ίσταται πέραν της ουσίας και της γνώσεως.

Η υψίστη αύτη υπερβατική αρχή υψούται εις την περιοχήν του «υπερνοητού» και του «υπεραντικειμενικού». Υπεράνω και πέραν οιασδήποτε υπάρξεως, οιουδήποτε πραγματικού ή ιδεώδους αντικειμένου, υπεράνω πάσης ιδέας, ίσταται ως υπερβατική αρχή το αγαθόν. Πρόκειται δια μίαν υπέρβασιν την οποίαν δεν δύναται να συλλάβη ο ανθρώπινος νους, διότι είναι πεπερασμένος. Πράγματι η φαντασία μας δύναται κάπως να φαντασθή την ιδέαν του καλού, του δικαίου και των άλλων αρετών. Πάσα προσπάθεια όμως δια να συλλάβωμεν την αρχήν ήτις δίδει υπόστασιν και κύρος εις τας ιδέας ταύτας ναυαγεί.

Περί του αγαθού σπανίως ομιλεί ο Πλάτων. Εις την εβδόμην επιστολήν του παρομοιάζει τούτο με φως: «Αναπηδά σχετικώς με έκαστον αντικείμενον το οποίον ερευνώμεν η λάμψις της φρονήσεως και της κατανοήσεως με τόσον μεγάλην έντασιν, ώστε μόλις είναι υποφερτόν εκ μέρους της ανθρωπίνης δυνάμεως».Εις την αυτήν επιστολήν δηλοί ότι ουδέν είχε γράψει ο ίδιος σύγγραμμα διότι δεν δύναται το αγαθόν να ανακοινωθή δια λεκτικής ανακοινώσεως. Εφ' όσον είναι «άρρητον»και αμετάδοτον δια του λόγου, «εγώ δεν έχω γράψει κανένα σύγγραμμα και δεν θα γράψω ποτέ εις το μέλλον, διότι δεν δύναται να ανακοινωθή δια λεκτικής εκφράσεως, όπως συμβαίνει σχετικώς με τα άλλα μαθήματα, αλλά κατόπιν μακροχρονίου ενασχολήσεως αναφερομένης εις την ουσίαν αυτού του πράγματος και μακροχρονίου μετ' αυτού συμβιώσεως, αιφνιδίως ωσάν από πυρ το οποίον ξεπετιέται, ανάπτει φως, και παρουσιάζεται εις την ψυχήν και μέσα εις αυτήν αυξάνεται συντηρούμενον από τον εαυτόν του».

Εν τω σπηλαίω του Πλάτωνος η άνοδος των δεσμωτών προς το επίγειον φως του ηλίου, αντιστοιχεί προς την πορείαν της ανθρωπίνης ψυχής προς τον νοητόν κόσμον των ιδεών. Κατ’ αρχάς ο προχωρών προς την νοητήν σφαίραν άνθρωπος αντιλαμβάνεται τας ιδέας δια των επιστημονικών εννοιών, αίτινες είναι πλάσματα της διανοίας επεκτείνοντα τας ιδέας εις το τέλος της αναβάσεως, κατορθώνει η ανθρωπίνη ψυχή να ατενίση τας ιδέας. Όπως δεν είναι δυνατόν να ατενίζωμεν επί πολύ τον δίσκον του ηλίου, κατά τον ίδιον τρόπον η θεώρησις της ιδέας του αγαθού τυγχάνει λίαν επίπονος και βραχείας μόνον διαρκείας.

Μόνον εις βραχείας χρονικάς στιγμάς κατορθώνει η ανθρωπίνη ψυχή να υψούται εις την ενόρασιν της ιδέας του αγαθού. Η ενόρασις αύτη πραγματοποιείται έπειτα από μακράν άσκησιν εις την διαλεκτικήν, προϋποθέτει αγνόν και ενάρετον βίον, την ζη δε ο άνθρωπος ως έναν αιφνίδιον φωτισμόν. Δεν είναι κάτι το μαθητόν αλλά κάτι το άρρητον. «Ούκουν εμόν γε περί αυτών έστιν σύγγραμμα ουδέ μήποτε γένηται ρητόν γαρ ουδαμώς εστιν ως άλλα μαθήματα, αλλ᾽ εκ πολλής συνουσίας γιγνομένης περί το πράγμα αυτό και του συζήν εξαίφνης, οίον από πυρός πηδήσαντος εξαφθέν φως, εν τη ψυχή γενόμενον αυτό εαυτό ήδη τρέφει». Πλάτωνος, Επιστολή Ζ, 341c,d.

Αλλά ας παρακολουθήσωμεν τον υπό του Πλάτωνος υποδεικνυόμενον τρόπον δια την όρασιν του αγαθού. «Η συζήτησις όμως, η οποία τώρα έχει γίνει, δεικνύει ότι πρέπει αυτήν την δύναμιν την οποίαν έχει εις την ψυχήν του και το όργανον δια του οποίου έκαστος άνθρωπος αποκτά σαφή γνώσιν, να την περιστρέψωμεν μαζί με όλην την ψυχήν απομακρύνοντες αυτήν από την περιοχήν της γενέσεως, έως ότου καταστή ικανή να ατενίζη το πραγματικώς υφιστάμενον ον και εκ του όντος τούτου το φωτεινότατον τμήμα∙ το τμήμα δε τούτο λέγομεν ότι είναι το αγαθόν». «Ο δε γε νυν λόγος, ην δ’ εγώ, σημαίνει ταύτην την ενούσαν εκάστου δύναμιν εν τη ψυχή και το όργανον, ω καταμανθάνει έκαστος, οίον ει όμμα μη δυνατόν ην άλλως ή ξυν όλω τω σώματι στρέφειν προς τον φανόν εκ του σκοτώδους, ούτω ξυν όλη τη ψυχή εκ του γιγνομένου περιακτέον είναι, έως αν εις το ον και του όντος το φανότατον δυνατή γένηται ανασχέσθαι θεωμένη. Τούτο δ’ είναί φαμεν ταγαθόν». Πλάτωνος, Πολιτεία 518c.